- κομβοθηλεία
- κομβο-θηλεία, ἡ,A buckle, Sch.E.Hec.1170; cf. κομποθήλυκα.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κομβοθηλεία — κομβοθηλεία, ἡ (Α) πόρπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει ως α συνθετικό τον τ. κόμβος και ως β συνθετικό το επίθ. θῆλυς] … Dictionary of Greek
κομβοθηλείαν — κομβοθηλείᾱν , κομβοθηλεία buckle fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek